top of page

“The documentation of the elemental”

Δρ. Δωροθέα Κοντελετζίδου

Ιστορικός/θεωρητικός της τέχνης

Στο κεφάλαιο «Η τέχνη το 1985»[1] ο Claude Lévi-Strauss γράφει ότι η γέννηση μιας άλλης τέχνης που θα προκύψει και της οποίας το περίγραμμα, ακόμα, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε, θα οφείλεται στο γεγονός  μιας συνειδητής και αποφασιστικής άρνησης σε κάθε τέχνη που δεν είναι παρά σχήμα της τέχνης έτσι ώστε να δημιουργηθεί η ακριβής αυταπάτη ότι αυτή υπάρχει. Ανατρέχοντας, παράλληλα στις δύο προγενέστερες δεκαετίες του δυτικού πολιτισμού, επισημαίνει ότι για πρώτη φορά στη ζωή της ανθρωπότητας το μέλλον  της τέχνης σ’ ένα πολιτισμό μέσα στον οποίο το άτομο είναι αποκομμένο από τη φύση και περιορισμένο να ζήσει σε μια κατασκευασμένη κοινωνία, συνδεδεμένη με την κατανάλωση της παραγωγής του αφαιρείται το συναίσθημα του δημιουργού, μοιάζει να είναι αβέβαιο. Φυσικά, στο παρόν κείμενό του ο συγγραφέας τη λέξη «δημιουργός» τη χρησιμοποιεί ως την ικανότητα να δημιουργηθούν νέες συνθέσεις οπτικών εικόνων[2] στις οποίες ο καλλιτέχνης έχει τη θέση του δημιουργού-θεού.

Δεν θα ισχυρισθώ ότι ο Claude Lévi-Strauss υπήρξε «προφητικός» γιατί δεν είναι το ζητούμενο ούτε όμως θα παραβλέψω ότι η δεκαετία του ’60 μετέτρεψε τον καλλιτέχνη σε παραγωγό αντικειμένων ή όπως συνηθίζω να γράφω, σε εν δυνάμει εργασιακό υποκείμενο στη «νέα» αλυσίδα παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό η καλλιτεχνική εργασία του Έκτορα Μαυρίδη, ήδη, από το 1994, θέτει δύο άξονες  προβληματισμού οι οποίοι ανασύρουν, εκούσια ή ακούσια και με αφαιρετικές-εννοιολογικές διαδικασίες, την αναζήτηση αλλά και ανάδειξη της καθημερινής εργασίας ως πράξη επιστροφής στο αρχέτυπο υλικό. «Πληροφορήθηκα ότι γνωρίζω», 1996 και έθετε υπό αμφισβήτηση, ήδη, το σύστημα επικοινωνίας χωρίς καμία ρητορική σε ένα υποθετικό περιεχόμενο. Και η παρατήρηση του καθημερινού συνεχίζεται και καθίσταται η ‘παλέτα’ του φαντασιακού του και κατ’ επέκταση της παραχθείσας εργασίας-έργου. Η επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική εργασία στο δημόσιο χώρο -αναπαραγωγή μπορούμε να πούμε των ανώνυμων εργαστηρίων- η επανάληψη ως είδος σειριακής αρίθμησης, η μετάθεση, η αναζήτηση αρχέγονων «υλικών» -νερό, φωτιά, χώμα- μοιάζουν ως είδος απάντησης σ’ αυτό που είχε προβλέψει ο Claude Lévi-Strauss. Στην κατασκευασμένη κοινωνία ο Έκτορας Μαυρίδης απαντά διαμέσου της ανάδειξης του στοιχειώδους υλικού ώστε να επαναπροσδιορίσει το αρχέγονο της ζωής. Σβώλοι, το σύμβολο του κοινού τόπου που ορίσθηκαν και ορίζονται από το εργαλείο του ανθρώπου (άροτρο, τρακτέρ) καθίστανται μια παγκόσμια συλλογική φόρμα την οποία το εργασιακό υποκείμενο καλλιτέχνης επαναφέρει στο δημόσιο χώρο αλλά και την ανασύρει από την ανωνυμία της διαμέσου της ίδιας της ανώνυμης εργασίας του ίδιου.

Χώμα, πηλός και εργαλεία διαγράφουν μια διαδικασία χειρωνακτικής σχέσης στην οποία το σώμα του Έκτορα Μαυρίδη, αποκτά, πλέον, ένα είδος αυτοπροσδιορισμού της ξεχασμένης δημιουργικής πνοής. Το κοινότοπο, το οικείο, το παγκόσμιο ορίζουν την πρακτική της ερώτησης και επερώτησης του ίδιου αφού είναι αυτή  που  τον κινητοποιεί φαντασιακά και κατ’ επέκταση το έργο γιατί είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινή εργασία του, με το δημιουργικό προϊόν που παράγει η ίδια η φυσική, χειρωνακτική εργασία η οποία, κατά φύση, εμπεριέχεται στο κοινωνικό σύνολο. Με την πράξη αυτή ο Έκτορας Μαυρίδης και διαμέσου της «αποϋλοποίησης» τού τι είναι έργο  μας αναγκάζει να αναθεωρήσουμε τη σχέση του καλλιτέχνη-χειρωνάκτη αφού δεν βασίζεται στη βιομηχανική παραγωγή του έργου ακόμα κι όταν χρησιμοποιεί το δοκίμιο -κατ’ εξοχήν απότοκο της βιομηχανικής επανάστασης- ως στοχαστικό δείγμα παρότρυνσης του θεατή να ερευνήσει, διαμέσου των ερωτημάτων που του προκύπτουν, το θέμα της παραγωγής.

Η εργασία-έργο του Έκτορα Μαυρίδη μοιάζει να υπονοεί ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας ενεργός ένοικος των κοινωνικών και πολιτισμικών μορφών στην ατελείωτη αλυσίδα της παραγωγής αλλά ούτε και ένας εθνογράφος, όπως τον όρισε η Παγκοσμιοποίηση αφού τον ενδιαφέρει να προσδώσει ένα είδος κλονισμού στη λογική του θεάματος της εργασίας διαμέσου της χρήσης του αρχέτυπου, της «εν αρχή ήτο».

 

 

[1]                      Claude Lévi-Strauss, (1989). Des Symboles et leurs doubles. Ed: Plon

[2]                      Νίκος Δασκαλοθανάσης, (2004). Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Εκδ: ΑΓΡΑ

bottom of page